- νεόκαυτος
- νεόκαυτοςnewly burntmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεόκαυτος — νεόκαυτος, ον (Α) βλ. νεόκαυστος … Dictionary of Greek
νεόκαυστος — και νεόκαυτος, ον (Α) αυτός που κάηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καυστος (< καίω)] … Dictionary of Greek